- πο-
- ριζικό θέμα τών ερωτηματικών (όταν τονίζεται) και τών αόριστων (όταν είναι εγκλιτικό) επιρρημάτων και αντωνυμιών που ανάγεται στην IE ρ. *kwo- (πρβλ. γερμ. hvas, Κατ. quod, αρμ. ο, λιθουαν. kas, αρχ. σλαβ. kŭ-to). Η ρίζα αυτή έχει και τις μορφές: *kwi- (βλ. λ. τίς) και *kwe- (πρβλ. τέο). Ο χειλοϋπερωϊκός φθόγγος τής ΙΕ ρίζας στην Ελληνική αντιπροσωπεύθηκε με χειλικό σύμφωνο π- πριν από φωνήεν -ο-, ενώ το χειλικό σύμφ. τών τ. πή-ποκα, πεῑ, πῡς θεωρείται προϊόν αναλογικής επίδρασης από τους τ. σε πο-. Προβλήματα ωστόσο παρουσιάζουν οι ιων. τ. κόθεν, κοῡ, κότε, κω, κῶς, κόσος, κότερος, που εμφανίζουν ουρανικό σύμφωνο κ- αντί τού αναμενόμενου π-. Το ουρανικό σύμφωνο ορισμένων από τους τ. αυτούς μπορεί να ερμηνευθεί ως προϊόν αναλογικής επίδρασης από σύνθ. τ. με α' συνθετικό που έληγε σε -υ- (πρβλ. κῶς: oὔκως, κω: οὔ-κω). Από το θέμα πο- έχουν σχηματιστεί τα ερωτηματικά επιρρ.: πό-θεν*, πό-θι*, ποῡ*, ποῑ*, πεῑ, πό-σε*, πῡς*, πό-τε*, πῶς*, πῆ, πῶ, και τα αόριστα: που*, πο-τε*, πω, πῃ, πως*. Από το θέμα πο-, τέλος, με διάφορα επιθήματα (βλ. τα αντίστοιχα λήμματα) έχουν σχηματιστεί οι ερωτηματικές αντωνυμίες: ποῑος*, πόσος*, πότερος*, ποδαπός*, πηλίκος* και οι αόριστες: ποιός*, ποσός*.
Dictionary of Greek. 2013.